ἐξευρόν

ἐξευρόν
ἐξευρίσκω
find out
aor part act masc voc sg
ἐξευρίσκω
find out
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐξεῦρον — ἐξευρίσκω find out aor ind act 3rd pl ἐξευρίσκω find out aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέρω — και ξεύρω και ηξεύρω (Μ ξέρω και ἠξεύρω) γνωρίζω, κατέχω (α. «νομίζει ότι τά ξέρει όλα» β. «καὶ σὺ οὐδὲ τὸν Ἀλφάβητον ἠξεύρεις συλλαβῆσαι», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. έχω γνωριμία με κάποιον, γνωρίζω κάποιον, μού είναι γνωστός κάποιος 2. φρ. α) «δεν θέλω …   Dictionary of Greek

  • εξεύρω — και ηξεύρω ξέρω, γνωρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξεύρον, αόρ. τού εξευρίσκω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”